Γράφει ο Νικόλαος Λασανιάνος – Ορθοπεδικός Τραυματολόγος
Η Ωλένια Νευρίτιδα είναι πάθηση που οφείλεται σε πίεση του Ωλένιου νεύρου στην έσω πλευρά του αγκώνα απ’ όπου το νεύρο διέρχεται από ένα στενό πέρασμα. Το πέρασμα αυτό δημιουργείται μεταξύ του αγκώνα και ενός συνδέσμου που δημιουργεί τούνελ (ωλένιο τούνελ) διαμέσου του οποίου διέρχεται το νεύρο. Σε άτομα που χρησιμοποιούν τα χέρια τους πολύ ή κάνουν χειρωνακτικές εργασίες είναι δυνατόν το νεύρο να πιέζεται εντός του ωλένιου τούνελ.
Η Ωλένια νευρίτιδα εκδηλώνεται ως πόνος ή μούδιασμα στο χέρι με τα συμπτώματα να εντοπίζονται κυρίως στο μικρό δάκτυλο και τον παράμεσο (περιοχές αισθητικής κατανομής του ωλένιου νεύρου). Τα συμπτώματα είναι εντονότερα με τον αγκώνα σε κάμψη και μπορεί να επιδεινώνονται τη νύχτα ενώ σε προχωρημένες καταστάσεις υπάρχει απώλεια της δύναμης του χεριού με αποτέλεσμα τα αντικείμενα να πέφτουν από τα χέρια των ασθενών. Σε χρόνιες παραμελημένες καταστάσεις είναι δυνατόν να επέλθει μόνιμη βλάβη στο νεύρο.
Η θεραπεία της Ωλένιας Νευρίτιδας είναι αρχικά συντηρητική και συνίσταται σε προληπτικά μέτρα όπως αποφυγή πίεσης ή υπερβολικής κάμψης του αγκώνα (χρήση ειδικών ναρθήκων), παγοθεραπεία καθώς και σε φαρμακευτική αγωγή με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη αναλγητικά. Σε εμμένουσες περιπτώσεις έχει ένδειξη η έγχυση κορτιζόνης τοπικά. Η έγχυση ωστόσο, θα πρέπει να γίνεται προσεκτικά και από ιατρούς με εμπειρία καθώς συνυπάρχει ο κίνδυνος βλάβης στο νεύρο από την ένεση.
Όταν τα συμπτώματα γίνουν έντονα και πολύ συχνά σε βαθμό που να επηρεάζουν την ποιότητα ζωής του ασθενούς θα πρέπει ο ιατρός να συζητήσει μαζί σας την περίπτωση χειρουργικής αντιμετώπισης της πάθησης. Σε απλές περιπτώσεις η χειρουργική επέμβαση συνίσταται σε απλή διάνοιξη της οροφής του ωλένιου τούνελ. Σε βαρύτερες περιπτώσεις ωστόσο χρειάζεται να γίνει είτε μετάθεση του ωλένιου νεύρου σε περιοχή του αγκώνα όπου να μην υφίσταται πίεση, εκτός του ωλένιου τούνελ, είτε αφαίρεση (οστεοτομία) τμήματος του βραχιονίου οστού (παρατροχίλια απόφυση).
Οι επεμβάσεις αυτές επιτρέπουν στο νεύρο να κινείται πιο ελεύθερα και να μην τεντώνεται όταν ο αγκώνας είναι σε κάμψη. Μετεγχειρητικά και ανάλογα με την επέμβαση τοποθετείται ελαστικός επίδεσμος ή κατάλληλος νάρθηκας στην περιοχή του αγκώνα και τα οποία διατηρούνται ορισμένες ημέρες (10-14 μέρες). Κατόπιν ο ασθενής ενθαρρύνεται να χρησιμοποιεί τον αγκώνα και το χέρι του ενώ η πλήρης λειτουργικότητα και δύναμη επανέρχονται σταδιακα.