Γράφει ο Βασίλης Σιδέρης – Βιοπαθολόγος
Η καλπροτεκτίνη είναι μια πρωτεΐνη που ανήκει στην οικογένεια των πρωτεϊνών S100 και υπάρχει σε μεγάλες ποσότητες στα ουδετερόφιλα κοκκιοκύτταρα, όπου αντιπροσωπεύει το 5% του συνόλου των πρωτεϊνών τους και το 60% των πρωτεϊνών του κυτταροπλάσματος. Μικρότερες ποσότητες καλπροτεκτίνης έχουν επίσης ανιχνευθεί σε μονοκύτταρα και ενεργοποιημένα μακροφάγα.
Η δομή της καλπροτεκτίνης αποτελείται από μια ελαφριά και δύο βαριές πολυπεπτιδικές αλυσίδες και έχει μοριακό βάρος 36.5 kDa. Η καλπροτεκτίνη έχει βακτηριοστατικές και μυκοστατικές ιδιότητες παρόμοιες με αυτές των αντιβιοτικών. Για το λόγο αυτό, η αφθονία της καλπροτεκτίνης στα ουδετεροφίλα κοκκιοκύτταρα και η αντιμικροβιακή της δράση, υποδηλώνει σημαντικό ρόλο στην άμυνα του οργανισμού.
Η καλπροτεκτίνη έχει βρεθεί σε πολλά ανθρώπινα βιολογικά υλικά: στα κόπρανα, στον ορό, στο σάλιο, στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό και στα ούρα. Ωστόσο, η εκτίμηση της καλπροτεκτίνης στα κόπρανα είναι μια ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδος για την ανίχνευση οποιασδήποτε φλεγμονής του εντέρου.
Όταν συμβαίνουν φλεγμονώδεις διεργασίες, η καλπροτεκτίνη απελευθερώνεται από τα κοκκία των ουδετερόφιλων κοκκιοκυττάρων και στην περίπτωση της φλεγμονής του εντέρου, η καλπροτεκτίνη μπορεί να ανιχνευθεί στα κόπρανα. Η μέτρησή της στα κόπρανα παρέχει άμεσες πληροφορίες σχετικά με τη θέση και τη σοβαρότητα της φλεγμονής, ενώ κατά τη μέτρησή της στον ορό ή το πλάσμα (όπως επίσης και των άλλων δεικτών φλεγμονής όπως π.χ. της CRP), η φλεγμονή μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε στο σώμα.
Η αυξημένη συγκέντρωση καλπροτεκτίνης στα κόπρανα είναι η άμεση συνέπεια της αποκοκκίωσης των ουδετερόφιλων εξαιτίας οποιασδήποτε βλάβης του βλεννογόνου. Η μέτρηση της καλπροτεκτίνης στα κόπρανα προσφέρει μια σειρά από πλεονεκτήματα στην ανίχνευση της φλεγμονής του εντέρου. Σε ασθενείς με φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου (IBD), δηλαδή ασθενείς που πάσχουν από ελκώδη κολίτιδα, νόσο του Crohn και την λεγόμενη απροσδιόριστη κολίτιδα, τα επίπεδα της καλπροτεκτίνης είναι γενικά πολύ υψηλά. Σε ασθενείς με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS), τα επίπεδα της καλπροτεκτίνης είναι χαμηλότερα συγκριτικά με ασθενείς με ενεργό φλεγμονώδη νόσο του εντέρου ενώ ορισμένες φορές ανευρίσκονται λίγο υψηλότερα από ότι στα υγιή άτομα.
Η Καλπροτεκτίνη στους ενήλικες
Η μέτρηση της καλπροτεκτίνης στα κόπρανα είναι ένα χρήσιμο μη-επεμβατικό διαγνωστικό τεστ, για τη διάκριση μεταξύ οργανικών και λειτουργικών γαστρεντερικών διαταραχών. Συνεπώς, συνιστάται για ασθενείς που παρουσιάζουν κλινικά συμπτώματα κοινά για ένα μεγάλο αριθμό γαστρεντερικών διαταραχών όπως φλεγμονώδη νόσο του εντέρου (IBD), σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS), διάρροια, υποτροπιάζοντες κοιλιακούς πόνους κλπ. Εκτός του ότι είναι ένα έγκυρο εργαλείο για τη διάγνωση της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου και του συνδρόμου του ευερέθιστου εντέρου, η μέτρηση της καλπροτεκτίνης είναι πολύ χρήσιμη στην παρακολούθηση της κλινικής πορείας και στη βελτιστοποίηση της θεραπείας σε ασθενείς που πάσχουν από φλεγμονώδη νόσο του εντέρου.
Η εξέταση εκτελείται στο εργαστήριο της Διαγνωστικής Αθηνών σε δείγμα κοπράνων. Η καλπροτεκτίνη είναι μια εξαιρετικά σταθερή πρωτεΐνη και μπορεί να μετρηθεί στα κόπρανα αναλλοίωτη για περισσότερο από 7 ημέρες. Η συγκέντρωση της καλπροτεκτίνης επιτρέπει να καθορισθεί εάν οι ασθενείς πάσχουν είτε από φλεγμονώδη νόσο του εντέρου (οι τιμές καλπροτεκτίνης είναι σημαντικά αυξημένες) ή σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (οι τιμές καλπροτεκτίνης είναι σημαντικά χαμηλότερες σε σύγκριση με τους ασθενείς με ενεργό νόσο, αν και οι τιμές μπορεί να είναι ελαφρώς υψηλότερες από εκείνες των υγιών ατόμων).
Εάν η συγκέντρωση καλπροτεκτίνης είναι μεγαλύτερη από 100 mg/kg (μg/g), το αποτέλεσμα πρέπει να θεωρείται θετικό και είναι σκόπιμο να διενεργηθούν περαιτέρω διαγνωστικές εξετάσεις. Σε υγιή ενήλικα άτομα, η μέση τιμή καλπροτεκτίνης είναι περίπου 25 mg/kg.
Η Καλπροτεκτίνη στα νεογνά και τα παιδιά
Ο προσδιορισμός της καλπροτεκτίνης στα κόπρανα είναι επίσης πολύ χρήσιμος στην παιδιατρική και τη νεογνολογία. Παιδιά που πάσχουν από φλεγμονώδη νόσο του εντέρου εμφανίζουν υψηλά επίπεδα καλπροτεκτίνης κοπράνων.
Η υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα της καλπροτεκτίνης κάνει την εξέταση πιο αξιόπιστη από άλλους βιοχημικούς δείκτες που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση πιθανής φλεγμονής του εντέρου.
Στα νεογνά, δεδομένου ότι η λειτουργία του εντέρου δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί πλήρως, ο θηλασμός ή διατροφή με τροποποιημένο γάλα κατά τη διάρκεια των πρώτων κιόλας ημερών της ζωής, προκαλεί φλεγμονώδη αντίδραση που συνοδεύεται από εξαιρετικά υψηλά επίπεδα καλπροτεκτίνης. Στις επόμενες ημέρες, οι τιμές αυτές μειώνονται όταν ο βλεννογόνος ανακτά τις φυσιολογικές του λειτουργίες. Χαμηλά ή και μηδενικά επίπεδα καλπροτεκτίνης σε νεογνά, μπορεί να οφείλεται σε άλλες παθολογικές καταστάσεις του εντέρου και απαιτούν περαιτέρω έρευνα.