Γράφει ο Γρηγόρης Λέων – Ιατροδικαστής / Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Την αξιολόγηση των ιδιωτικών διαγνωστικών εργαστηρίων και των ιδιωτικών κλινικών, με στόχο την πιστοποίησή τους ανάλογα με την παλαιότητα του τεχνολογικού εξοπλισμού, το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, την ξενοδοχειακή υποδομή και τις αναφορές για ιατρικά λάθη, ανακοίνωσε πριν από λίγες μέρες ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Μάριος Σαλμάς. Η συγκεκριμένη πρόθεση του Υπουργείου αποτελεί για τη χώρα μας την επίσημη συνέχεια μίας διαφορετικής πορείας, σε σύγκριση με το παρελθόν, στον τομέα των ιατρικών λαθών.
Ιστορικά θα πρέπει να θυμίσουμε ότι μέχρι το πρόσφατο παρελθόν ελάχιστες αναφορές πραγματοποιούνταν για τα ιατρικά σφάλματα, ενώ ακόμα λιγότερες περιπτώσεις έφταναν στα δικαστήρια. Χαρακτηριστικά, το έτος 2000 οι υποθέσεις ιατρικής ευθύνης που πήραν το δρόμο της δικαιοσύνης ήταν μόλις 25. Η σημερινή αλλαγή στην επίσημη στάση της πολιτείας αποτελεί μία φυσική εξέλιξη. Το νομοθετικό πλαίσιο είχε, ήδη, δρομολογήσει τη νέα πορεία. Αρχικά, το 1992, με τον νόμο περί δικαιωμάτων των νοσοκομειακών ασθενών και στη συνέχεια- και πιο αποφασιστικά- το 2005, με τον νέο Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, έλαβε τέλος η πατερναλιστική αντίληψη της ιατρικής και στη χώρα μας. Επιπρόσθετα, οι καταγγελίες για ιατρικά σφάλματα είναι πλέον πολλαπλάσιες του παρελθόντος και συνεχώς αυξάνονται.
Ήταν, λοιπόν, καιρός και η επίσημη πολιτεία από τη μία να αναδείξει το μεγάλο θέμα των ιατρικών σφαλμάτων και από την άλλη να το αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Ας μην ξεχνάμε ότι κάθε λάθος οφείλεται σε μία «δυσλειτουργία» των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας. Όσο επικρατούσε η λογική του «κουκουλώματος» το μόνο που καταφέρναμε ήταν να συντηρούμε αυτές τις δυσλειτουργίες με αποτέλεσμα την πρόκληση και περαιτέρω σφαλμάτων.
Τι θα πρέπει όμως να γίνει έτσι ώστε η ανάδειξη του συγκεκριμένου θέματος να έχει και θεραπευτικό χαρακτήρα; Το πρώτο είναι να δημιουργηθεί ένας επίσημος μηχανισμός συλλογής των καταγγελιών για ιατρικά σφάλματα. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός θα πρέπει να συγκεντρώνει το σύνολο των νομικών διεκδικήσεων (μηνύσεων και αγωγών) αλλά και καταγγελίες οι οποίες δεν προχωρούν δικαστικά. Δεν είναι δυνατόν ακόμα και σήμερα να μην υπάρχουν επίσημα στατιστικά στοιχεία για τα ιατρικά λάθη στην Ελλάδα.
Καμία βέβαια αξία δεν θα έχει μια τέτοια συλλογή στοιχείων χωρίς τη μετέπειτα αξιολόγηση. Αξιολόγηση η οποία θα πρέπει να γίνεται από ειδικούς και σε αυτό το επίπεδο θα έχει την έννοια της ενδελεχούς μελέτης των δεδομένων και στη συνέχεια του εντοπισμού δυσλειτουργιών του συστήματος, καθώς και τρόπους παρέμβασης και βελτίωσης. Θεωρώ σημαντικό να αναφερθώ στην προσωπική εμπειρία που είχα στο ιατροδικαστικό κέντρο του Μαϊάμι της Φλόριντα (ΗΠΑ). Ως ιατροδικαστής του κέντρου συμμετείχα σε συσκέψεις που συμμετείχαν εκπρόσωποι του ιατρικού κόσμου όλων των νοσοκομείων της συγκεκριμένης κομητείας και στις οποίες λάμβαναν χώρα διεξοδικές συζητήσεις πάνω σε περιπτώσεις ιατρικών σφαλμάτων που είχαν γίνει στο κάθε νοσοκομείο ακόμα και αν αυτά δεν είχαν καταγγελθεί. Εννοείται ότι πριν από την είσοδό μας στη σύσκεψη υπογράφαμε σύμφωνο εμπιστευτικότητας. Τα συμπεράσματα αυτών των συσκέψεων ακολουθούσαν συγκεκριμένες παρεμβάσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας των νοσοκομείων, οι οποίες εκ του αποτελέσματος κρίνονταν ιδιαίτερα θετικές.
Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας με το να αναδείξει επίσημα το θέμα των ιατρικών σφαλμάτων δημιουργεί σίγουρα μία νέα προοπτική στην αξιολόγηση των μονάδων υγείας. Είναι σημαντικό από εδώ και πέρα η προοπτική αυτή να μην περιοριστεί στην καταγραφή των λαθών, αλλά να προχωρήσει αποφασιστικά και στις περαιτέρω παρεμβάσεις. Είναι ο μόνος τρόπος για να καταφέρουμε σε αυτές τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες να προσφέρουμε και στους Έλληνες ασθενείς ασφαλέστερες υπηρεσίες υγείας.